Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Κριτική στο δεύτερο δίσκο των Raconteurs












RACONTEURS – CONSOLERS OF THE LONELY (2008)
Track by track


Εικόνες από το «νεκρό» του Jim Jarmusch επανέρχονται στο μυαλό μου όταν αφήνομαι στο ταξίδι του δεύτερου δίσκου των Raconteurs. Ίσως φταίει και η ασπρόμαυρη εικόνα του εξώφυλλου με τους 4 απίθανους θεατρίνους πάνω σε μια σκηνή περιφερόμενου θιάσου. Δεν έχω αποφασίσει αν αυτοί οι παλιόφιλοι λοιδωρούν ή εξυμνούν την αμερικανική παράδοση, μπορεί και τα δύο να ισχύουν, μπορεί να είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, η χαρμολύπη, ο πλούτος μέσα στη φτώχεια, οι άγριες κιθάρες με το μπάντζο. Κάπου στέκει και ο Johnny Depp προσευχόμενος να ακουστούν πρώτα όλα τα κομμάτια και μετά ο μεγάλος Μανιτού να τον υποδεχτεί.
Ο πρώτος δίσκος τους δεν με έπεισε και τόσο. Ίσως δεν ήθελα και να πειστώ, καθώς εντελώς εγωιστικά διέκρινα συνεχώς συνθέσεις των White Stripes με τον ίδιο τρόπο που παλαιότερα ξεψάχνιζα τα τραγούδια των Hole για να αναγνωρίσω τις χαμένες μουσικές φράσεις του Kurt Cobain, ή έθαβα τους Rainbow για χάρη των Deep Purple. Αυτή τη φορά δεν θα κάνω το ίδιο λάθος...
"Consoler of the Lonely" : ο απομονωμένος άνθρωπος, ο κυνηγημένος, ο πεινασμένος, ο αποχαυνωμένος χωρίς την ελπίδα βοήθειας, χωρίς τον έμπιστο σύντροφο. Το μαρτύριο της μοναξιάς χωρίζεται σε δύο μέρη, στο πρώτο κατά το οποίο ο Brendan Benson περιγράφει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα πάθη του κυνηγημένου, ενώ η οξεία επιθετική φωνή του Jack White επιβεβαιώνει το αδιέξοδο. Τα ξερά ρυθμικά ντραμς του Patrick Keeler εντυπωσιάζουν με τη βιαιότητά τους με τη συνδρομή ενός μάλλον μινιμαλιστικού μπάσου που τα αναδεικνύει. Ιδιαίτερο σημείο στο κομμάτι είναι η οξεία γεμάτη fuzz σόλο κιθάρα που μας υπενθυμίζει το παρελθόν του White. Δεν υπάρχει τέλος στη μοναξιά μας υποδηλώνει η ρυθμική κιθάρα που παίζει βασανιστικά το ίδιο εισαγωγικό μοτίβο σε σχήμα κύκλου. Μόνο που ο κύκλος της μοναξιάς και των παθών είναι ατέρμονος, δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτόν.
"Salute Your Solution" : μοιάζει να είναι ένα τυπικό garage τραγούδι για την επιτυχία που δεν έρχεται ή τουλάχιστον δεν την αναγνωρίζουμε ως επιτυχία. Κοφτές συγχορδίες αλά ACDC, μέτρημα με μπότα στα drums, παραμορφωμένο μπάσο, παραμορφωμένη φωνή και μεγάλες δόσεις από ανοχτό hi-hat και ride φτιάχνουν ένα μάλλον απλό τραγούδι που όμως κρύβει μιαν ανατροπή. Ένα heavy riff στη μέση του πουθενά μεταβάλλει το ρυθμό και μας θυμίζει τους Led Zeppelin. To garage δίνει τη σκυτάλη στα heavy blues ακούσματα για τόσο όσο χρειάζεται για να μην το χορτάσουμε. Από κει και πέρα η επαναφορά και το τέλος είναι αναμενόμενα.
"You Don't Understand Me" : είναι δύσκολο να δει κανείς την άλλη πλευρά, μα πάντα θα υπάρχει. Τα παράπονα των ερωτευμένων περί ελλιπούς κατανόησης συνοδεύονται από ενα καταπληκτικό ρυθμικό μα συνάμα και μελωδικό θέμα στο πιάνο. Αναμνήσεις από το badge των Cream προκαλούνται και από τη ρυθμική κιθάρα, ενώ η καθαρή μελωδική πρώτη φωνή συνοδεύεται από μικρές φωνητικές ποπ πινελιές τύπου Supertramp. Ένα περασμα από την περιοχή των Beatles καθόλου δεν μας προετοιμάζει για ένα γνήσιο σόλο ξέσπασμα. Το σόλο στο πιάνο αποτελείται από μόλις μια νότα η οποία επαναλαμβάνεται ρυθμικά και μανιασμένα θυμίζοντας πολύ τη διαπεραστική νότα από το I wanna be your dog των Stooges. Το κομμάτι σβήνει αργόσυρτα όπως αξίζει με το πιάνο. Ποιος είπε ότι το ροκ δεν το χρειάζεται;
"Old Enough" : «η μόνη περίπτωση να μάθεις κάτι είναι να παραδεχτείς πως δεν ξέρεις τίποτα. Ίσως τώρα είναι η μοναδική στιγμή που μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα. Ίσως, όταν θα είσαι αρκετά μεγάλη, να μην είσαι ελεύθερη». Η γεροντική σοφία συναντά τη νεανική άγνοια. Το ηθικοδιδακτικό ύφος του τραγουδιού καθόλου δεν ενοχλεί, διότι συνοδεύεται από μια πολύ ήπια ενορχήστρωση που περιέχει και βιολί βγαλμένο από παραδοσιακές αμερικανικές μπάντες του 19ου αιώνα. Ένα δυνατό σημείο με ηλεκτρική κιθάρα μας θυμίζει σε ποια εποχή βρισκόμαστε, ενώ η συνεχής παρουσία της ακουστικής κιθάρας μας υποχρεώνει σε έναν δεδομένο ρυθμό κουβεντούλας, και αποδεχόμενοι τα μηνύματα βρισκόμαστε στο τέλος ταυτισμένοι και με τον μεγαλύτερο και με τη νεαρά.
"The Switch and the Spur" : ένας κυνηγημένος, αδύναμος και αβοήθητος, ένας δρόμος χωρίς επιστροφή, μια κατάρα και απώ πάνω ο ήλιος καίει. Ο χρόνος κυλάει αργά σε αυτή την ιστορία στα πρότυπα των spaggetti westerns της δεκαετίας του 60. Η μουσική επενδύει κινηματογραφικά αυτή την ιστορία με ένα ευφυές πιάνο, με κοψίματα και εναλλαγές στους ρυθμούς, με πνευστά που ξεσηκώνουν τον ακροατή. Θέματα κινηματογραφικής μουσικής που ξυπνούν την αίσθηση του κινδύνου και του επερχόμενου τραγικού εναλλάσσονται βίαια. Ένα ρέκβιεμ πριν τον επερχόμενο θάνατο.
"Hold Up": η εμμονή στο παρελθόν κρατάει γερά, κρατάει ακόμη. Και το «μοντέρνο κορίτσι» θα τρυπώσει και θα προσαρμοστεί σε αυτή τη φυλακή. Είναι ένα τραγούδι που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί στο out of time των Rolling Stones, μόνο που τα κοφτά ρολαριστά ντραμς, τα άγρια ξεφωνητά, οι ατιμέλητες στολισμένες με fuzz κιθάρες μας θυμίζουν την παρέα του Marc Arm, τους Mudhoney. Είναι ένα γνήσιο garage-punk κομμάτι από αυτά που ακόμα στοιχειώνουν τους εναπομείναντες grungers της δεκαετίας του 90. Βέβαια οι δουλεμένες μελωδίες των Raconteurs κάνουν και εδώ εντύπωση σε ένα κομμάτι που αντί να είναι μονόπλευρα πρωτόγονο εμπεριέχει κάποιες δόσεις μελωδικότητας που όμως δεν αναιρούν τη φύσει επιθετικότητά του.
"Top Yourself": ακουστική κιθάρα ως βάση με ωραία slide ηλεκτρική κιθάρα από πάνω. Μινιμαλιστικά drums που θυμίζουν ακουστικά live. Μπασογραμμές λιτές και περιεκτικές και φωνητικά σε προσωπικό τόνο. Οι διδακτικοί στίχοι που καλούν σε εγγρήγορση τον αποδέκτη τους θυμίζουν πολύ το νόημα του old enough. To τραγούδι κορυφώνεται με ένα slide σόλο που αρμόζει στο ύφος του κομματιού και ενδεχομένως δείχνει τη διάθεση του σχήματος να κρατήσει πιο χαμηλούς τους τόνους, χωρίς τις ανατροπές που συναντήσαμε σε προηγούμενα κομμάτια.
"Many Shades of Black": Πρέπει να αισθανόμαστε ευγνώμονες όταν χωρίζουμε, διότι υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις στη δυστυχία. Το κομμάτι αφιερώνεται σε αυτούς που παλεύουν μάταια και ενάντια στη φυσική ροή να κρατήσουν μια σχέση. Το θέμα του χωρισμού παρουσιάζεται από την αισιόδοξη όψη σε ένα τραγούδι παλαιομοδίτικο. Θα μπορούσε με άλλους στίχους να ήταν μια μπαλάντα τύπου “you ll never walk alone” μα αυτό το ύφος είναι που το κάνει τόσο σαρκαστικό. Και το σόλο της κιθάρας είναι παρανοϊκό όπως αρμόζει σε καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές απόπειρες. Τα πνευστά προσδίδουν ένα δραματικό τόνο που είτε ενισχύει τον πόνο του χωρισμού είτε εντείνει το σαρκασμό και την ειρωνική διάθεση και εναπόκειται στον ακροατή το τι θα διαλέξει να βιώσει.
"Five On The Five": Ακόμη ένα γνήσιο garage κομμάτι από τους Raconteurs με θέμα την παράβλεψη οποιουδήποτε στοιχείου συνειδητοποίησης ότι μια σχέση δεν πηγαίνει καλά. Φαίνεται πως οι καμπές είναι ένα αγαπημένο μοτίβο, διότι αποτελούν ευκαιρία εκδήλωσης δυνατών συναισθημάτων και προβληματισμών. Οι απόκοσμες εναρκτήριες κραυγές φωνής και κιθάρας δημιουργούν ένα γκροτέσκο σκηνικό, το οποίο απλοποιείται από τη δυναμική συνδρομή των ντραμς και του μπάσου. Τα πάντα δείχνουν να κινούνται σε γνώριμα μονοπάτια, μόνο που οι Raconteurs έχουν αποφασίσει να μας αιφνιδιάζουν με εναλλαγές ρυθμών.
"Attention" : Aκόμη ένα ερωτικό τραγούδι που πραγματεύεται τη σχέση εξουσίας μεταξύ των ερωτευμένων. Εξάλλου αυτό είναι που το διαφοροποιεί και στιχουργικά από τη σωρεία των love songs. Συνοδεύται από ένα «παλιοροκάδικο» ύφος βασισμένο στα riff των 70s, στα κοψίματα και στις εναλλαγές των ρυθμών με τις ηλεκτικές κιθάρες να πρωταγωνιστούν, θυμίζοντας σε ορισμένα σημεία το rusty cage των Soundgarden.
"Pull This Blanket Off": Θα μπορούσε να είναι ένα αντιπολεμικό τραγούδι για την ελευθερία-δημοκρατία η οποία εξασφαλίζεται με τα όπλα, ή θα μπορούσε να ήταν μια προσωπική εμπειρία για τα παραπετάσματα που μας κρύβουν την αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση ο μινιμαλισμός στην ενορχήστρωση που περιλαμβάνει ένα κυρίαρχο πιάνο μας ωθεί στο να επικεντρωθούμε στο μήνυμα των στίχων. Κανένας ήχος δεν πρέπει να μας αποσπάσει από το κυρίαρχο μήνυμα.
"Rich Kid Blues": Είναι μια αρκετά πιστή απόδοση του κομματιού του Terry Reid, που πραγματεύεται την απομόνωση ενός παιδιού που θεωρεί ότι ο πλούτος έχει διαβρώσει όλες τις προθέσεις όσων το συναναστρέφονται. Είναι μια αυθεντική ροκ μπαλάντα των 70s , την οποία οι Raconteurs σεβάστηκαν ως όφειλαν διαφοροποιώντας ελάχιστα τα φωνητικά στο ρεφραίν. Το συγκεκριμένο κομμάτι μας βοηθά να κατανοήσουμε ένα σημαντικό απόσπασμα των επιρροών του σχήματος.
"These Stones Will Shout" : Η μοναξιά, η εσωστρέφεια και το κενό επικοινωνίας δεν συντελούν στην ευδοκίμηση των σχέσεων. Μέχρι και οι πέτρες θα ουρλιάξουν για να εκφραστούν τα ανέκφραστα, λένε οι Raconteurs σε ένα τραγούδι το οποίο περιλαμβάνει τα περισσότερα υφολογικά τους στοιχεία. Ξεκινά με μια υπέροχη ακουστική folk κιθάρα που υποδεικνύει με αυστηρότητα τη μελωδία της φωνής, και για δύο στροφές φαίνεται πως το τραγούδι έχει προκαθορισμένο τέλος, μέχρι που τα φρενήρη ντραμς, μια αποφασιστική μπασογραμμή και η κοφτή ηλεκτρική κιθάρα διαφοροποιούν πλήρως το κομμάτι με μια συγκλονιστική ανατροπή, η οποία διαρκεί όσο χρειάζεται για ένα όμοιο στους στίχους και στη μουσική ρεφραίν, διαφορετικό όμως ως προς το ύφος του. Το εν λόγω κομμάτι θα μπορούσε από μόνο του να είναι το πλέον ενδεικτικό του ήχου του μουσικού αυτού σχήματος.
"Carolina Drama": Επίλογο στον ιδιαίτερο αυτό δίσκο αποτελεί ένα οικογενειακό δράμα. Ένας 10χρονος θα δώσει λύση στις άνομες πράξεις της μητέρας του και του πατριού του, τουλάχιστον σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, διότι υπάρχουν και άλλες, σύμφωνα με τους Raconteurs. Η αφήγηση θυμίζει ιδιαιτέρως τα παραδοσιακά τραγούδια του νότου, τα διαλογικά μέρη είναι συγκλονιστικά, ενώ η μουσική λειτουργεί ως soundtrack σ’ αυτή τη ταινία μικρού μήκους. Το να γράψω κάτι παραπάνω είναι σαν να χαλάω τη ψυχαγωγία σας.